Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Εισαγωγικό σημείωμα
 Η ανάλυση-παρέμβαση που ακολουθεί για το Νέο ΕΣΠΑ 2014-2020 είναι διαρθρωμένη σε τρία μέρη (Α, Β, και Γ). Στο μέρος Α γίνεται μια ανάλυση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη χρηματοδοτική πολιτική που ακολουθήθηκε στις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους (2002-2006, και 2007-2013), κατάσταση η οποία καθορίζει  την κατανομή ρόλων στη παραγωγική και αναπτυξιακή πολιτική της ΕΕ μέσω της στρατηγικής της ΕΞΥΠΝΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ. Η στρατηγική αυτή προσδιορίζει και τις χρηματοδοτικές προτεραιότητες του Νέου ΕΣΠΑ.
Στο Β μέρος γίνεται μια προσπάθεια να διατυπωθούν προτάσεις ως βάση για τον καθορισμό μιας εθνικής πολιτικής στην Έρευνα.
Στο τελευταίο μέρος Γ θα παρουσιασθεί η ανάλυση για το προτεινόμενο Εθνικό Νέο ΕΣΠΑ καθώς και για το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα 2014-2020 της Περιφέρειας Ηπείρου.

Ιωάννινα 27/9/2014
Βασίλειος Τσίκαρης
Χημικός Μηχανικός
Καθηγητής Οργανικής Χημείας, Παν/μιο Ιωαννίνων
Περιφερειακός Σύμβουλος Περιφέρειας Ηπείρου
Με την Παράταξη «ΗΠΕΙΡΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ




ΝΕΟ ΕΣΠΑ: ΕΝΑ ΑΝΤΙ-ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Μέρος Α. Το πλαίσιο εφαρμογής της στρατηγικής της ΕΕ της «Έξυπνης Εξειδίκευσης"
Για να σχεδιάσει κανείς μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία πρέπει ασφαλώς να διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία  (χρηματοδοτικά, ανθρώπινους πόρους, διαθεσιμότητα πρώτων υλών κλπ) και τη σωστή αποτίμηση της κατάστασης, επιβάλλεται όμως να ακολουθήσει με αυστηρή ευλάβεια την παρακάτω προσέγγιση:
  

Σχήμα 1. Στάδια προσέγγισης μιας αναπτυξιακής πορείας.              
Οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια η οποία δεν ενσωματώνει ως κυρίαρχο στοιχείο τη βασική έρευνα, μοναδικό εργαλείο παραγωγής γνώσης κατάλληλης να εξελιχθεί σε καινοτομία και κατά συνέπεια σε ανταγωνιστικότητα, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Τη βασική αυτή αρχή τη γνωρίζουν πολύ καλά οι μονοπωλιακοί κολοσσοί και οι πολιτικοί εκφραστές τους στην ΕΕ οι οποίοι χαράζουν και την αναπτυξιακή της πολιτική. Είναι εύλογος συνεπώς ο στόχος για 3% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2020 για έρευνα, καθώς σήμερα είναι χαμηλότερο του 2% και υπολείπεται σημαντικά από αυτό των ΗΠΑ (2,6%) και της Ιαπωνίας  (3,4%) (πηγή: Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΥΡΩΠΗ 2020, 3/3/2010). Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 0,67% του ΑΕΠ με στόχο για το 2020 να διαμορφωθεί στο 1,2% (Πηγή: Υποβληθέν Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης-ΕΣΠΑ 2014-2020, Μάϊος 2014). Το μικρό ποσοστό του ΑΕΠ που διαθέτει η χώρα μας στην έρευνα, με ιδιαίτερα χαμηλότερα τα ποσοστά στη βασική έρευνα, εξηγεί την αδυναμία και την αποτυχία των μακροχρόνιων σχεδιασμών και ανασχεδιασμών των πολιτικών χρηματοδότησης της καινοτομίας, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα. Αν εξετάσει κανείς το σύνολο των χρηματοδοτικών κατευθύνσεων στη χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια θα διαπιστώσει ότι το κύριο βάρος των χρηματοδοτήσεων κατευθύνθηκαν σε μια κακώς εννοούμενη εφαρμοσμένη έρευνα με βασικούς αποδέκτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δεν διαθέτουν, και λόγω του μεγέθους τους, στοιχειώδη τμήματα έρευνας και ανάπτυξης. Οι επιχειρήσεις αυτές όχι μόνο δεν ανέπτυξαν στοιχειώδη έρευνα αλλά αντίθετα, με την ανοχή και την πλήρη κάλυψη των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών του τόπου, διαχειρίστηκαν τις ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, μέσω μιας εικονικής συμμετοχής τους, ως ευκαιρία οικονομικής ενίσχυσής τους. Οι όποιες προσπάθειες ανάπτυξης καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών κατέληξαν στην επίτευξη μιας εφήμερης ανταγωνιστικότητας.  Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό καθώς σχεδόν όλες οι προσπάθειες στηρίζονται στη μεταφορά ώριμης τεχνολογίας από το εξωτερικό και όχι σε εγχώρια παραγόμενη γνώση από τη βασική έρευνα.  Τα αποτελέσματα βέβαια είναι γνωστά και τα βιώνει η ελληνική κοινωνία. Μακροχρόνια ύφεση, απουσία επενδύσεων, καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας, ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας κλπ, με μοναδικό και μόνιμο αποτέλεσμα την πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σχέδια επί σχεδίων, αλλεπάλληλες διακηρύξεις και μέτρα δεν φαίνονται ικανά να αντιστρέψουν την κατάσταση.  Τα πραγματικά συνεπώς  ερωτήματα που τίθενται είναι: α) υφίσταται στη χώρα μας, στο πλαίσιο της ΕΕ, πολιτική παραγωγής γνώσης που να στηρίζεται στη βασική έρευνα, το μοναδικό εργαλείο που μπορεί να παράξει καινοτομία και συνεπώς ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη; β) υπάρχουν οι δομές, οι μηχανισμοί και οι χρηματοδοτικές δράσεις μεταφοράς αυτής της γνώσης στην οικονομία; και γ) ποιο είναι το πολιτικό πλαίσιο και το κεκτημένο αναπτυξιακό υπόβαθρο των χωρών και Περιφερειών της ΕΕ πάνω στο οποίο στηρίζεται η χάραξη της αναπτυξιακής στρατηγικής της ΕΕ;
              Για να μπορέσει να απαντήσει κανείς στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει  να παρακολουθήσει την διαχρονική εξέλιξη της χρηματοδοτικής πολιτικής της ΕΕ  για την έρευνα μέσα από τις χρηματοδοτικές προγραμματικές περιόδους της, επικεντρώνοντας στην επίδραση που αυτές είχαν στον τομέα της έρευνας και καινοτομίας στη χώρα μας και, κατ΄επέκταση, στην αναπτυξιακή προσπάθεια της.  Οι παραπάνω εκτιμήσεις είναι απαραίτητες για να αξιολογήσουμε τις προτεραιότητες και τους περιορισμούς που θέτει το Νέο ΕΣΠΑ και να φανταστούμε την εικόνα του μέλλοντος της χώρας μας.

Α) Ευρωπαϊκή πολιτική έρευνας και ανάπτυξης
              Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιλέξει ως στρατηγική ανάπτυξης για την επόμενη προγραμματική περίοδο (2014-2020, Europa 2020) την λεγόμενη Στρατηγική της Έξυπνης Εξειδίκευσης (smart specialization). Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τους πραγματικούς στόχους αυτής της στρατηγικής ας δούμε τον ορισμό και το περιεχόμενο που του προσδίδουν οι εμπνευστές αυτού του  εύηχου όρου:
 «Έξυπνη εξειδίκευση σημαίνει εντοπισμός των μοναδικών χαρακτηριστικών και μέσων κάθε χώρας και περιφέρειας, επισημαίνοντας τα συγκριτικά  ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα κάθε περιφέρειας, και συγκεντρώνοντας τοπικούς παράγοντες και πόρους γύρω από ένα όραμα για το μέλλον τους,  που άγεται από την αριστεία».                                                                                                                                                                                                                                       (ΓΓΕΤ,http://www.gsrt.gr/central.aspx?sId=120I466I1249I646I494779&olID=824&neID=824&neTa=18&ncID=0&neHC=0&tbid=0&lrID=2&oldUIID=aI824I0I120I466I1249I0I2&actionID=load)
«….Ένα σημείο κλειδί είναι ότι η έξυπνη εξειδίκευση δεν ασχολείται μόνο με τις ‘καλύτερες’ και τις πιο προηγμένες τεχνολογικά περιφέρειες. Αντίθετα, αυτή η έννοια παρέχει στρατηγικές και ρόλους για κάθε περιφέρεια. Η ιδέα βασίζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μία διάσταση όσον αφορά την Ε&Α και την καινοτομία. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλών ειδών παραγωγικές και δυνητικά επωφελείς δραστηριότητες εκτός από την ανακάλυψη της θεμελιώδους γνώσης που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των Τεχνολογιών (και εργαλείων) Γενικής Χρήσης (ΤΓΧ). Υπάρχουν, για την ακρίβεια, διαφορετικές λογικές ή επίπεδα καινοτομιών» (η επισήμανση και η υπογράμμιση δική μου),

 «….η έξυπνη εξειδίκευση σχετίζεται με την Ε&Α και την καινοτομία και μπορεί να προτείνει ότι μια περιφέρεια θα έπρεπε να εξειδικευτεί σε Ε&Α και στην καινοτομία στον τομέα του τουρισμού και της αλιείας.» (Πηγή: Νέο ΕΣΠΑ Περιφερειακό Επιχειρησιακό πρόγραμμα Ηπείρου 2014-2020)
Με απλά λόγια έξυπνη εξειδίκευση σημαίνει: «Περιφέρεια Ηπείρου τι ξέρεις και μπορείς να κάνεις; Γαλακτοκομικά και τουρισμό; Σε χρηματοδοτούμε να επικεντρωθείς ΜΟΝΟ σ’ αυτά, τόσο σε επίπεδο εφαρμοσμένης έρευνας και καινοτομίας, όσο και παραγωγής». Μια καινοτομία εφήμερη, γιατί αναγκαστικά θα στηρίζεται σε ώριμη εισαγόμενη τεχνογνωσία καθώς, σε επίπεδο βασικής έρευνας που θα σου έδινε προοπτικά πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας, δεν έχεις υποδομές κλπ.
Είναι προφανές ότι με την Στρατηγική της Έξυπνης Εξειδίκευσης επιχειρείται στο όνομα της δήθεν επιστημονικής αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων μιας περιοχής, η κατανομή ρόλων στο παραγωγικό αναπτυξιακό γίγνεσθαι της ΕΕ. Χωρίς να αμφισβητεί κανείς την αναγκαιότητα αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων και δυνατοτήτων μιας περιοχής σαν βασική προϋπόθεση μιας αναπτυξιακής προσπάθειας, δεν μπορεί παρά να επισημανθεί ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Και στο βαθμό μάλιστα που αυτή η πολιτική αποτελεί στρατηγική επιλογή, αποπροσανατολίζει την κάθε προσπάθεια, είναι περιορισμένων δυνατοτήτων και προοπτικών και τελικά οδηγεί στην μη βιώσιμη ανάπτυξη, τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την εξάρτηση μιας χώρας. Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη αξία και σημαντικές επιπτώσεις για χώρες λιγότερο αναπτυγμένες με σημαντικό έλλειμμα στη βασική έρευνα όπως η χώρα μας. Αντίθετα, ευνοούν τις χώρες με υποδομές έρευνας και σταθερά προσανατολισμένες στη παραγωγή γνώσης που μπορεί να μετατραπεί σε καινοτομία καθώς τους παρέχει το πλεονέκτημα της διαρκούς ανταγωνιστικότητας.
Για να υιοθετηθεί η Στρατηγική της Έξυπνης Εξειδίκευσης ως «ώριμη αναγκαιότητα» στην ΕΕ προηγήθηκαν στοχευμένες χρηματοδοτικές πολιτικές, προκειμένου να συγκεντρωθούν  οι κρίσιμες μάζες, τα εργαλεία και οι υποδομές κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παραμείνει στις πιο προηγμένες χώρες και να ενισχυθεί η πρωτοπορία  στην  ανάπτυξη, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα,  προς όφελος βέβαια των μονοπωλιακών ομίλων. Το χάσμα ανάμεσα στις ανταγωνιστικές και μη οικονομίες έχει  ήδη διευρυνθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και είναι βέβαιο ότι θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο με την στρατηγική της Έξυπνης Εξειδίκευσης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι: « Η Ελλάδα για το 2014 σύμφωνα με τη «Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας (World Competitiveness Yearbook, ετήσια έκδοση IMD), κατέγραψε πτωτική πορεία στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας και πλέον βρίσκεται στην 57η θέση μεταξύ 60 χωρών, από την 54η την οποία κατείχε το 2013» (Πηγή: http://epan2.antagonistikotita.gr/uploads/EPANEK_0714.pdf). Τι συμβαίνει όμως και ενώ η «…η Ελλάδα διαθέτει υψηλό απόθεμα σε ανθρώπινο δυναμικό υψηλού επιπέδου κατάρτισης. Ειδικότερα, έχει αυξημένο κεφάλαιο σε επιστημονικό προσωπικό και εκπαιδευμένο τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό. Συγκεκριμένα, κατατάσσεται 2η σε διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών στην ΕΕ-28... (Πηγή: http://epan2.antagonistikotita.gr/uploads/EPANEK_0714.pdf)»), δεν μπορεί να επιτύχει στοιχειώδη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της;
    Προφανώς η μη επίτευξη ανταγωνιστικότητας δεν οφείλεται στην έλλειψη της σύνδεσης της βιομηχανίας με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα στη χώρα μας, όπως αποπροσανατολιστικά ισχυρίζονται μερικοί, ούτε στο γεγονός ότι τα Πανεπιστήμια δεν ασχολούνται με την έρευνα που ενδιαφέρει την οικονομία. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και εντοπίζεται στο ερώτημα αν η σημερινή Ερευνητική κοινότητα της χώρας είναι σε θέση να παραγάγει, μέσω της βασικής έρευνας, γνώση που να προσδίδει πραγματικά καινοτομικά και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά με προοπτική στην οικονομία. Από μόνη της η ύπαρξη ενός πολυάριθμου και αξιόλογου ερευνητικού δυναμικού στη χώρα μας, αν και απαραίτητη προϋπόθεση,  δεν είναι αρκετή να ικανοποιήσει μια τέτοια αναγκαιότητα. Απαιτείται σύγχρονος και διαρκώς ανανεούμενος επιστημονικός εξοπλισμός, υπηρεσιακές και τεχνολογικές δομές σταθερής υποστήριξης της έρευνας, συνεχής και επαρκής χρηματοδότηση. Δυστυχώς καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν ικανοποιήθηκε διαχρονικά στη χώρα μας, ακόμα, θα τολμούσα να πω, και ενάντια στα συμφέροντα σημαντικής μερίδας της εθνικής αστικής τάξης.
Η διαχρονικά υποτελής στάση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας, αντανακλώντας βέβαια την εξαρτημένη θέση της, επέτρεψε να δημιουργηθεί μια κατάσταση, στον τομέα της έρευνας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που μηδενίζει τις πιθανότητες ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας για τις μη αναπτυγμένες χώρες. Αξίζει να εξετάσει κανείς την πορεία διαμόρφωσης του σημερινού πεδίου στην έρευνα της ΕΕ. Με εργαλείο τη χρηματοδοτική πολιτική η ΕΕ κατάφερε να πετύχει μια ταχεία συγκεντροποίηση της έρευνας σε πολύ λίγα κράτη και κέντρα έρευνας. Βασικός στόχος της παραπάνω διαδικασίας είναι ο απόλυτος έλεγχος της πληροφορίας που θα παράγεται από τη βασική έρευνα προκειμένου να μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη ανταγωνιστικής τεχνολογίας. Τα στοιχεία του πίνακα 1 δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης της εκτίμησης αυτής (Πηγές: http://ec.europa.eu/research/evaluations/pdf/archive/fp6-evidence-base/statistics/statistics_fp6_final_review.pdf, http://erc.europa.eu/sites/default/files/content/pages/pdf/ERC_in_a_nutshell_march_2014.pdf) .

                                        Πίνακας 1. Στατιστικά στοιχεία χρηματοδοτικής πολιτικής της ΕΕ στην Έρευνα
Προγραμματική Περίοδος
Συνολικό Ποσό Συμμετοχής ΕΕ (εκ. €)
Σύνολο Συμβολαίων Έρευνας
Σύνολο Συμμετεχόντων Ερευνητών
Μέση ΕΕ χρηματοδότηση/συμβόλαιο (εκ. €)
FP5 (1998-2002)
11.808
12.391
75046
0,95
FP6 (2002-2006)
14.952
5.485
65960
2,73
FP7 (2007-2013)
39.5611
4351
-
9,09

1Ποσό που υπολογίστηκε κατά προσέγγιση με βάση τα στοιχεία της  http://ec.europa.eu/research/fp7/index_en.cfm?pg=country-profiles  για τις 27 χώρες της EU το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο από το ύψος της χρηματοδότησης που δόθηκε τελικά για το σύνολο των 4351 συμβολαίων έρευνας (29 χώρες) που αναγράφονται στον πίνακα 2.

              Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να καταλάβει πού κατευθύνθηκε ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης. Στο πίνακα 2 φαίνεται σαφέστατα ότι τρεις χώρες, η Αγγλία, η Γερμανία και η Γαλλία ανέλαβαν το 49,3% (2145 συμβόλαια έρευνας σε σύνολο 4351) των προγραμμάτων έρευνας που χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο του FP7, ανάμεσα σε σύνολο 33 χωρών (28 της ΕΕ  και  5 συνδεδεμένες χώρες). Αν στις 3 αυτές χώρες προστεθούν η Ιταλία και η Ολλανδία, οι οποίες διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην έρευνα, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, τότε το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 63,3%.  Τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και οι ιδιωτικές εταιρείες της χώρας μας ανέλαβαν ως ανάδοχοι μόλις 36 από τα 4351 προγράμματα κατά τη διάρκεια της εφταετίας 2007-20013.
               

Πίνακας 2. Κατανομή των ερευνητικών προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού συμβουλίου Έρευνας ανά Χώρα ανάλογα με τον Ανάδοχο φορέα από το FP7 (2007-2013) (Πηγή: http://erc.europa.eu/sites/default/files/content/pages/pdf/ERC_in_a_nutshell_march_2014.pdf)



Starting Grant
Consolidator Grant
Advanced Grant
Total
Country
of HI

2007

2009

2010

2011

2012

2013

Total StG

2013

Total CoG

2008

2009

2010

2011

2012

2013

Total AdG

StG+CoG+AdG

EU Member
States
AT
5
7
15
16
11
11
65
6
6
9
7
6
7
3
6
38
109
BE
10
14
15
21
23
15
98
16
16
5
2
5
9
6
10
37
151
BG
1





1


1

1



2
3
CY
2

1


1
4
1
1
1


1
2

4
9
CZ
1

1
1

1
4
1
1
2

1

1
1
5
10
DE
32
30
78
65
80
43
328
43
43
29
31
47
53
41
43
244
615
DK
3
7
6
10
13

39
6
6
4
3
4
9
9
5
34
79
EE

1

1


2






1

1
3
EL
4
3
3
4
4
2
20
2
2
4

2
4
3
1
14
36
ES
23
19
26
27
26
14
135
20
20
14
12
13
15
15
13
82
237
FI
7
6
6
9
8
3
39
4
4
8
1
4
3
3
5
24
67
FR
41
32
73
57
82
30
315
42
42
35
33
32
34
42
37
213
570
HR





1
1






1

1
2
HU
6
1
5
3
2
2
19
2
2
4
1
4
3
2
1
15
36
IE
3
3
5
6
4
2
23
2
2


3
2
3

8
33
IT
24
17
20
27
28
8
124
20
20
17
14
21
22
14
19
107
251
LV













1

1
1
NL
27
17
24
48
47
29
192
29
29
20
18
18
21
31
29
137
358
PL
1
2
3
2
2
1
11


1
1

1


3
14
PT
2
3
5

7
5
22
4
4
1
1
2
2
2

8
34
SE
11
6
21
14
21
9
82
10
10
18
12
11
9
6
8
64
156
SI



1


1






1

1
2
SK




1

1









1
UK
56
43
73
123
139
64
498
60
60
59
64
57
71
86
65
402
960

Assoc. Countries
CH
17
21
28
23
36
22
147
23
23
30
31
20
21
25
25
152
322
IL
22
12
26
23
26
33
142
17
17
15
11
13
11
17
18
85
244
IS









1





1
1
NO
1
1
2
5
4
3
16
1
1
4
3
7
3
4
3
24
41
TR




2
1
3
2
2





1
1
6

Total
299
245
436
486
566
300
2 332
311
312
282
245
271
301
319
290
1 708
4 351

             
Η συγκεντροποίηση όμως δεν αφορά  μόνο την κατανομή πόρων ανάμεσα στις χώρες, αλλά συντελείται και στο πλαίσιο της ίδιας χώρας. Στον πίνακα 3 (πηγή: http://erc.europa.eu/sites/default/files/publication/files/erc_annual_report_2012_0.pdf) αποδεικνύεται ότι συγκεκριμένα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια τροφοδοτήθηκαν με σημαντικό αριθμό προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεις. Για παράδειγμα 6 πανεπιστήμια της Αγγλίας διαχειρίστηκαν το 38,1% των προγραμμάτων της χώρας. Το Πανεπιστήμιο του  Cambridge  διαχειρίστηκε σχεδόν τριπλάσια προγράμματα από αυτά του  συνόλου των πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και ιδιωτικών φορέων της Ελλάδας. Μόνο 26 Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα  διαχειρίστηκαν τα 1294 από τα 4351 προγράμματα, δηλαδή ποσοστό 29,7% των προγραμμάτων.
  Το επιχείρημα που προβάλλεται  στη περίπτωση αυτή είναι ότι πρόκειται για Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα αριστείας και συνεπώς είναι λογική η αντίστοιχη κατανομή προγραμμάτων και πόρων. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, όσο φαίνονται με μια πρώτη ανάγνωση. Είναι κυρίως η χρηματοδοτική πολιτική της ΕΕ που διαμόρφωσε τις συνθήκες για τη συγκεντροποίηση αυτή. Η ΕΕ χρησιμοποιώντας ως εργαλεία την πολιτική της «Αριστείας» και την οικοδόμηση του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών, τα οποία δυστυχώς αποδέχτηκαν οι κυβερνήσεις των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της ΕΕ και σημαντικό τμήμα της πανεπιστημιακής και ερευνητικής  κοινότητας -κυρίως επειδή σε επικοινωνιακό επίπεδο δεν ήταν εύκολη η απόρριψή τους- οικοδόμησε ένα σύστημα βασικής έρευνας απόλυτα ελεγχόμενο και πλήρως υποταγμένο στην υπηρεσία των μονοπωλιακών ομίλων τους οποίους απάλλαξε από την υποχρέωση να επενδύσουν σε υποδομές έρευνας.
 Ας ψηλαφήσουμε λοιπόν τις εξελίξεις. Με ποια διαδικασία δηλαδή η ΕΕ ένωση μέσα από τις πολιτικές της «Αριστείας» και της οικοδόμησης του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών κατάφερε να πετύχει μια τεράστια και απόλυτα ελεγχόμενη συγκεντροποίηση στο χώρο της έρευνας. Το 2002, όταν άρχιζε η προγραμματική περίοδος του FP6,  δημιουργήθηκε, με τις ευλογίες και τη χρηματοδότηση της ΕΕ η λεγόμενη «Λίγκα Πανεπιστημίων Υπεροχής» LERU (Leader Research Universities, Κορυφαία Πανεπιστήμια Έρευνας), από 12 Πανεπιστήμια τα οποία έχουν σαφή προσανατολισμό και προσήλωση στη βασική έρευνα και λειτουργούν ως η φωνή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πολιτική της ΕΕ στην έρευνα (πηγή: http://www.leru.org/index.php/public/about-leru/) . Το 2010 η Λίγκα αριθμούσε 21 Πανεπιστήμια. Κανένα από τα Πανεπιστήμια της χώρας μας δεν είναι μέλος της Λίγκας.
            Σύμφωνα με δημοσίευση της εφημερίδας το Βήμα (31-12-2006)  η Λίγκα, με παρέμβασή της λίγο πριν την έγκριση του 7ου ΠΠ (Κοινοτικού Πλαισίου) από την Ευρωπαϊκή επιτροπή, υποδείκνυε την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί, μοιράζοντας ρόλους για το σύνολο των Παν/μίων της Ευρώπης. Συγκεκριμένα αναφερόταν ότι «…έχει δοθεί υπερβολική έμφαση στο μοντέλο του Παν/μίου βασικής έρευνας. Αντίθετα, η Ευρώπη χρειάζεται μια πιο πολύμορφη εκπαίδευση, όπου κάποια ιδρύματα θα εστιάζουν περισσότερο σε θέματα ενδιαφέροντος της περιφέρειάς τους». Σε εκδήλωση που συνδιοργάνωσε τότε, στο πλαίσιο των αγωνιστικών εκδηλώσεων ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με το Σύλλογο ΔΕΠ στις 17/1/2007, είχα τονίσει εισηγητικά αναφερόμενος στο παραπάνω δημοσίευμα ότι η υπόδειξη της Λίγκας μεταφράζεται ως: Παν/μιο Ιωαννίνων μην φιλοδοξείς να παίξεις κάποιο σημαντικό ρόλο στον τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης. Ασχολήσου με τα προβλήματα της περιοχής σου, ασχολήσου με τα προβλήματα της λίμνης των Ιωαννίνων (χωρίς φυσικά να θέλω να υποτιμήσω και τη σοβαρότητα τέτοιων προβλημάτων). Τα αντίστοιχα ισχύουν και για το σύνολο των Παν/μίων της χώρας μας καθώς όλα είναι εκτός Λίγκας.» (Υπογράμμιση δική μου στο κείμενο αυτό). Εκ του αποτελέσματος (Πίνακας 2) είναι σαφές ότι η υπόδειξη αυτή υλοποιήθηκε πλήρως με την ολοκλήρωση της χρηματοδοτικής περιόδου του FP7. Η σημερινή στρατηγική της Έξυπνης Εξειδίκευσης έρχεται απλά να γενικεύσει την πολιτική που υποδείκνυε η   «Λίγκα Παν/μίων υπεροχής» στην έρευνα, και τελικά υιοθέτησε η ΕΕ,  για στο σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας των χωρών της ΕΕ.
Η συγκεντροποίηση της βασικής έρευνας σε λίγα κέντρα και χώρες δεν θα ήταν εφικτό να υλοποιηθεί τόσο άμεσα και τόσο βίαια με μοναδικό εργαλείο την πολιτική χρηματοδότησης της δήθεν «Αριστείας», αν δεν υποστηριζόταν ταυτόχρονα από την πολιτική ενίσχυσης των ερευνητικών υποδομών των αντίστοιχων χωρών, που υλοποιήθηκε και εξακολουθεί να χρηματοδοτείται γενναία από την ΕΕ μέσω του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών. Με πρόσχημα το επιχείρημα ότι οι υποδομές αυτές είναι ανοιχτές σε όλους τους Ευρωπαίους ερευνητές και τον ιδιωτικό τομέα η ΕΕ ξεκίνησε δυναμικά από το 2006 τη χρηματοδότηση μεγάλων ερευνητικών υποδομών σε όλα τα επιστημονικά πεδία, οι οποίες είναι προσανατολισμένες στη βασική έρευνα και μπορούν να την υποστηρίξουν. Βέβαια αποσιωπάται το γεγονός ότι ο Ανάδοχος των υποδομών διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στον έλεγχο και την έγκριση του συγκεκριμένου ερευνητικού  θέματος για την υλοποίηση του οποίου ένας Ευρωπαίος ερευνητής θα ήθελε να αξιοποιήσει τις υποδομές αυτές.  Με την πολιτική αυτή η ΕΕ επιτυγχάνει ένα τριπλό στόχο:
Ø  ενισχύει τη βασική έρευνα στις αναπτυγμένες και ανταγωνιστικές χώρες με πόρους που προέρχονται από όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς,
Ø   (ii)  ελέγχει απόλυτα την πληροφορία που παράγεται από την βασική έρευνα προς όφελος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών συμφερόντων των αναπτυγμένων χωρών, και
Ø  (iii) απαλλάσσει τους ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους από την τεράστια επιβάρυνση να επενδύσουν σε ερευνητικές υποδομές απαραίτητες για τη διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Ας δούμε όμως πώς δρομολογήθηκε, υλοποιείται και ποιων χωρών τις ερευνητικές υποδομές ευνοεί ο Ευρωπαϊκός Οδικός Χάρτης Ερευνητικών Υποδομών.
Η ΕΕ ξεκίνησε να υποστηρίζει την ενίσχυση των ερευνητικών υποδομών με μία χρηματοδότηση της τάξης των 30 εκ. ευρώ την προγραμματική περίοδο 1987-1991 ( FP2) για να φθάσει στη διάθεση του  ποσού των 1,84 δισεκατομμυρίων ευρώ στη περίοδο 2007-2013 (FP7) ενώ προβλέπεται να διατεθεί το ποσό των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ την περίοδο 2014-2020 (πηγή: http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=framework_prog). Το 2002 με εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Στρατηγικό Forum για τις Ερευνητικές Υποδομές το λεγόμενο ESFRI (European Strategy Forum on Research Infrastructures) -πιθανά όχι τυχαία ταυτόχρονα με την ίδρυση της Λίγκας- στο οποίο συμμετέχουν εθνικοί αντιπρόσωποι που προτείνονται από τα Υπουργεία Έρευνας των χώρων μελών της ΕΕ και των συνδεδεμένων με αυτή χωρών (πηγή: http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=esfri).
Βασική αποστολή του  ESFRI είναι να διαμορφώνει και να προτείνει τη στρατηγική της ΕΕ στον τομέα των υποδομών της Έρευνας, ανάμεσα σ’ άλλα ποια δίκτυα  υποδομών θα χρηματοδοτηθούν, πού θα εδρεύουν, σε ποιο επιστημονικό πεδίο, το ύψος της επένδυσης και των λειτουργικών δαπανών τους. Πολλές ερευνητικές μονάδες από χώρες της ΕΕ- και όχι μόνο- μπορούν να συμμετέχουν στα δίκτυα αυτά των υποδομών, αλλά συνήθως ο ρόλος τους είναι καθαρά περιφερειακός, και ελάχιστα συμπληρωματικός ως προς τις υποδομές. Πριν το 2007 που ξεκίνησε το FP7 η κατάσταση στο χώρο των μεγάλων ερευνητικών υποδομών στην ΕΕ είχε ήδη διαμορφωθεί, τόσο μέσα από τις εθνικές χρηματοδοτήσεις, όσο και με αυτές της ΕΕ, όπως φαίνεται στο σχήμα 2. Είναι προφανής η κυριαρχία των τεσσάρων χωρών, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες συγκέντρωναν το 72% όλων των Ευρωπαϊκών υποδομών.  Όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του Πίνακα 4, με βάση και τις προτάσεις του ESFRI, οι τέσσερεις αυτές χώρες τροφοδοτήθηκαν ως χώρες που φιλοξενούσαν ανάδοχες μονάδες ερευνητικών υποδομών με το 85,7% των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων για υποδομές την περίοδο 2002-2006 (FP6) και με το 71,43% την περίοδο 2007-2014 (FP7) (http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=ri_projects_fp7, http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=ri_projects_fp6). Σ’ αυτά βέβαια πρέπει να προστεθούν και οι υψηλές χρηματοδοτήσεις για μια σειρά μεγάλων υποδομών που δεν συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα 4 (http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=preparatory_phase_projects) κλπ. Για παράδειγμα στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=mapri, δίδονται σειρά στοιχείων για τις υποδομές που προωθεί το ESFRI.
Άλλωστε, το ότι η συγκεντροποίηση των ερευνητικών υποδομών γίνεται με τις ευλογίες και τη στήριξη της ΕΕ σε λίγες χώρες το ομολογεί και το ίδιο το ESFRI: “Research and high-tech activities are highly concentrated in the core regions of the EU. Approximately half of total research expenditure goes to 30 regions out of 254. The majority of the ESFRI Roadmap initiatives are located in some 10 Member States. Disparities between regions in business research expenditure are even wider” (http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=structural_funds).
Όλα όσα παρουσιάστηκαν μέχρι εδώ αποδεικνύουν με τον καλλίτερο τρόπο ότι οι πολιτικές της «Αριστείας» και της οικοδόμησης του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη  Ερευνητικών Υποδομών στόχευαν στην ενίσχυση των προηγμένων χωρών στο πεδίο της έρευνας μεγαλώνοντας το χάσμα με τις υπόλοιπες. Αποδεικνύεται η εγκληματική πολιτική που εφάρμοσαν διαχρονικά οι Ελληνικές Κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία σαράντα χρόνια.  Η υποτελής πολιτική τους και η ανικανότητά τους να διαπραγματευτούν και να στηρίξουν τα συμφέροντα της χώρας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία στοιχειώδους εθνικής ερευνητικής πολιτικής έχουν δημιουργήσει ένα ανυπέρβλητο τείχος στην οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια. Η πολιτική αυτή μπορεί να ερμηνεύσει και τη λυσσαλέα επίθεση λάσπης ενάντια στα Πανεπιστήμια και τους ερευνητές της χώρας. Στόχος της επίθεσης αυτής είναι να κρύψει την αντιλαϊκή-αντεθνική φύση της πολιτικής που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα. Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν επίσης τη φύση της πολιτικής των κυρίαρχων μονοπωλιακών ομίλων και των εκφραστών τους σε επίπεδο ΕΕ.




Πίνακας 3. Πανεπιστήμια που εκτέλεσαν ως ανάδοχοι  πάνω από 25 προγράμματα έρευνας στο πλαίσιο του FP7 (πηγη: http://erc.europa.eu/sites/default/files/publication/files/erc_annual_report_2012_0.pdf)



Η υιοθέτηση της στρατηγικής της Έξυπνης Εξειδίκευσης αποτελεί την οριστική ταφόπλακα της προσπάθειας να κατακτήσει η χώρα μας οποιοδήποτε επίπεδο ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας.  Το εύρος των δυνάμεων που έχουν συμφέρον να αντισταθούν σε αυτές τις πολιτικές της ΕΕ επεκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια όσων αντιτίθενται στην ΕΕ και υποδεικνύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το εύρος  των συμμαχιών που μπορούν να στηρίξουν την αντίσταση αυτή. Είναι καιρός και η επιστημονική κοινότητα της χώρας να ξεφύγει επιτέλους από την ελιτίστικη και αποπροσανατολιστική προσέγγιση της έρευνας και της ερευνητικής πολιτικής της ΕΕ και να συμβάλει στην ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας για τις πραγματικές διαστάσεις και τις επιπτώσεις που έχει η πολιτική αυτή  στη χώρα μας και στη ζωή μας και στην οργάνωση της πάλης για την ανατροπή τους . Η πάλη ενάντια στις πολιτικές αυτές θα αναδείξει με τον καλλίτερο τρόπο τη δυνατότητα αλλαγής της ΕΕ προς όφελος όλων των λαών της ή την αναγκαιότητα να την εγκαταλείψουμε.

           
Σχήμα 2. Χώρες στις οποίες υπήρχαν το 2006 μεγάλες υποδομές Έρευνας (RIs) ανάλογα με τον αριθμό του μόνιμου ερευνητικού Προσωπικού (επάνω) και ανάλογα με το ύψος της επένδυσης(κάτω) (Πηγή: http://ec.europa.eu/research/infrastructures/pdf/survey-report-july-2007_en.pdf)

Πίνακας 4. Χρηματοδοτήσεις της ΕΕ Δικτύων Ερευνητικών Υποδομών (http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=ri_projects_fp7, http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=ri_projects_fp6).
Προγραμματική Περίοδο
Αριθμός Χρηματοδοτημένων Προτάσεων Ερευνητικών υποδομών
ΠΟΣΟ*
(Εκατ. €)
Χώρα
Αριθμός Χρηματοδοτημένων Προτάσεων ανά χώρα  που βρίσκονται οι ανάδοχες μονάδες ερευνητικών υποδομών
% ποσοστό επί του συνόλου των χρηματοδοτούμενων προτάσεων
% ποσοστό των 4 χωρών (DE, UK, IT, FR)



FP6



42



326,65
DE
7
16,67



85,72
UK
9
21,43
IT
7
16,67
FR
13
30,95
NL
3
7,14
BE
1
2,38
SE
1
2,38
CH
1
2,38







FP7






91






687,83
DE
18







71,43
UK
9

IT
12

FR
26

NL
6

BE
1

SE
3

ES
3

DK
1

NO
1

IE
3

GR
1

CH
5

Fl
2

*Δεν συμπεριλαμβάνονται οι χρηματοδοτήσεις πολύ μεγάλων υποδομών. Δείτε παραδείγματα στη διεύθυνση  (http://ec.europa.eu/research/infrastructures/index_en.cfm?pg=preparatory_phase_projects).
Ιωάννινα 27/9/2014
Βασίλειος Τσίκαρης
Χημικός Μηχανικός
Καθηγητής Οργανικής Χημείας, Παν/μιο Ιωαννίνων
Περιφερειακός Σύμβουλος Περιφέρειας Ηπείρου
Με την Παράταξη «ΗΠΕΙΡΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
Subscribe to RSS Feed